- προέχουσα
- προέχουσα , προέχωhold beforepres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προεχούσας — προεχούσᾱς , προέχω hold before pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προεχούσᾱς , προέχω hold before pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προυχούσας — προεχούσᾱς , προέχω hold before pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προεχούσᾱς , προέχω hold before pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὐχούσας — προεχούσᾱς , προέχω hold before pres part act fem acc pl (attic epic doric ionic) προεχούσᾱς , προέχω hold before pres part act fem gen sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὔχουσ' — προέχουσα , προέχω hold before pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προέχουσι , προέχω hold before pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προέχουσι , προέχω hold before pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προὔχουσα — προέχουσα , προέχω hold before pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προέχουσ' — προέχουσα , προέχω hold before pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) προέχουσι , προέχω hold before pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) προέχουσι , προέχω hold before pres ind act 3rd pl (attic epic doric… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύχουσα — προέχουσα , προέχω hold before pres part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αποταμίευση — Στην οικονομία, είναι η πράξη με την οποία ένα άτομο διαθέτει μέρος του εισοδήματός του για σκοπούς άσχετους προς την άμεση κατανάλωση. Α. ονομάζεται επίσης το αντικείμενο της αποταμιευτικής πράξης, δηλαδή το αποταμιευμένο χρήμα (ή και άλλο… … Dictionary of Greek
δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού … Dictionary of Greek
προέχω — ΝΜΑ προὔχω Α 1. εξέχω προς τα εμπρός, προεξέχω («ἀκτὴ προέχουσα ἐς τὸν πόντον», Ηρόδ.) 2. μτφ. είμαι ανώτερος, υπερέχω («ἱστορέων δὲ εὕρισκε Λακεδαιμονίους καὶ Ἀθηναίους προέχοντας, τοὺς μὲν τοῡ Δωρικοῡ γένους, τοὺς δὲ τοῡ Ἰωνικοῡ», Ηρόδ.) 3. (το … Dictionary of Greek